- προεδρίας
- προεδρίᾱς , προεδρίαprivilege of the front seatsfem acc plπροεδρίᾱς , προεδρίαprivilege of the front seatsfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
προεδρία — η, ΝΜΑ, και προεδρεία ΝΜ, και ιων. τ. προεδρίη Α το αξίωμα τού προέδρου νεοελλ. 1. η χρονική περίοδος τής θητείας τού προέδρου («επὶ τής προεδρίας του τα πράγματα ήταν διαφορετικά») 2. φρ. α) «προεδρία τής δημοκρατίας» ί) το αξίωμα τού Προέδρου… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
настолиѥ — НАСТОЛИ|Ѥ (5*), ˫А с. Епископство, епископская кафедра: на высокыи пр(с)тлъ еп(с)пъ взведенъ бы(с). ни безъ болѣзни. ни бе зависти ни бе свары. ѿ старѣишинъ настоль˫а ѡчьству. и ѿ злы(х) гража(н). (τῶν τῆς πατρίδος προεδρευόντων). ГБ XIV, 159а;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Έβερτ, Μιλτιάδης — (Αθήνα 1939 –). Πολιτικός και οικονομολόγος. Σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών (Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών) και εργάστηκε ως διοικητικός διευθυντής σε μεγάλες βιομηχανίες και ως οικονομικός σύμβουλος της… … Dictionary of Greek
Καμπ Ντέιβιντ — (Camp David). Η εξοχική κατοικία του προέδρου των ΗΠΑ. Κατασκευάστηκε από την Υπηρεσία Εθνικών Πάρκων το καλοκαίρι του 1942, κατόπιν εντολής του προέδρου Φράνκλιν Ντελάνο Ρούζβελτ, και ονομάστηκε αργότερα Κ.Ν. από τον πρόεδρο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ … Dictionary of Greek
Λευκός Οίκος — (White House). Συμβατική ονομασία της επίσημης κατοικίας του προέδρου των ΗΠΑ. Κατασκευάστηκε μεταξύ των ετών 1792 και 1800 στη σημερινή λεωφόρο Πενσιλβάνια 1600 της πρωτεύουσας της χώρας Ουάσινγκτον. Τα σχέδια εκπόνησε ο ιρλανδικής καταγωγής… … Dictionary of Greek
Ρίγκαν, Ρόναλντ — (Ρέιγκαν Reagan, 1911 –) Πρόεδρος των HΠA (1981 1989), ηθοποιός κινηματογράφου. Γεννήθηκε στο Ταμπίκο του Ιλλινόις το 1911. Μετά τις βασικές σπουδές του εργάστηκε σε ραδιοφωνικό σταθμό ως εκφωνητής αθλητικών εκδηλώσεων και το 1937 εμφανίστηκε… … Dictionary of Greek